Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η γυναικολογία

См. также в других словарях:

  • γυναικολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά τον οργανισμό της γυναίκας και το γεννητικό της σύστημα από άποψη μορφολογική, φυσιολογική αλλά και παθολογική. Έως τα μέσα του 19ου αι., η γ. περιοριζόταν μόνο στη μελέτη των παθήσεων των γεννητικών της οργάνων. Με …   Dictionary of Greek

  • γυναικολογία — η (ιατρ.), κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με το γυναικείο γεννητικό σύστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λούρος, Νικόλαος — (Αθήνα 1898 – Αθήνα 1986). Γιατρός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και στη Βέρνη, απ’ όπου πήρε διδακτορικό δίπλωμα το 1919, ενώ μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια της Βιέννης, του Μονάχου και του Βερολίνου. Το 1925… …   Dictionary of Greek

  • HPV vaccine — Vaccine description Target disease human papillomavirus Type Protein subunit Clinical data …   Wikipedia

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • γυναικολογικός — ή, ό ο σχετικός με τη γυναικολογία …   Dictionary of Greek

  • γυναικολόγος — ο, η γιατρός ειδικευμένος στη γυναικολογία …   Dictionary of Greek

  • μαιευτήρας — ο, η, θηλ. μαιεύτρια γιατρός ειδικευμένος στη μαιευτική και στη γυναικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύω + επίθημα τήρ (> τήρας)] …   Dictionary of Greek

  • μαιευτική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την αναπαραγωγική λειτουργία της γυναίκας. Ειδικότερα, η μ. αποτελεί ένα μεγάλο τμήμα της γυναικολογίας, που αφιερώνεται στη φυσιολογία και στην παθολογία της εγκυμοσύνης, του τοκετού και των φαινομένων που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»